- χαμαιλεόντων
- χαμαιλέωνchameleonmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… … Dictionary of Greek
Χαμαιλέοντες — Οικογένεια χερσαίων ερπετών, που περιλαμβάνει περίπου 90 είδη, και υποδιαιρείται σε 4 γένη. Το λεπτό και πιεσμένο στα πλευρά σώμα τους καταλήγει σε μια μακριά ουρά με την οποία στηρίζεται και η οποία δεν αναγεννάται όπως της σαύρας. Τα μεγάλα… … Dictionary of Greek